εξιώμαι — ἐξιῶμαι, άομαι (Α) 1. θεραπεύω εντελώς 2. αποκαθιστώ, επανορθώνω 3. αποτρέπω («πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιώμαι «θεραπεύω»] … Dictionary of Greek
εξίασις — ἐξίασις, η (Μ) [εξιώμαι] θεραπεία … Dictionary of Greek
ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… … Dictionary of Greek
συνεξιώμαι — άομαι, Α θεραπεύω εντελώς κάτι από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξιῶμαι «θεραπεύω εντελώς»] … Dictionary of Greek
τἀξίωμ' — ἀξίωμα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg ἀ̱ξίωμαι , ἀξιόω think perf ind mp 1st sg (doric aeolic) ἐξίωμι , ἔξειμι 2 sum pres subj act 1st sg (epic) ἐξίωμι , ἐξίημι send out pres subj act 1st sg (epic) ἐξίωμαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)